- στρεβλωτήριος
- στρεβλ-ωτήριος, α, ον,A racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεβλωτήριος — α, ο / στρεβλωτήριος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο η στρέβλη αρχ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. ἀναστομω τήριος)] … Dictionary of Greek
στρεβλωτηρίων — στρεβλωτήριος racking fem gen pl στρεβλωτήριος racking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλωτήριον — στρεβλωτήριος racking masc acc sg στρεβλωτήριος racking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλωτηρίοις — στρεβλωτήριος racking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεβλωτήρια — στρεβλωτήριος racking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)